- σύμφυτο
- (symphytum). Γένος φυτών της οικογένειας των Βορραγινιδών, που αριθμεί 25 περίπου είδη που φυτρώνουν στην Ευρώπη, Δ. Ασία και Β. Αφρική. Είναι πόες πολυετείς, χνουδωτές, πράσινες και πολλές φορές ποικιλόχρωμες. Έχουν φύλλα μεγάλα ωοειδή ή λογχοειδή και άνθη λευκά, κίτρινα ή ρόδινα. Μερικά από τα είδη χρησιμοποιούνται στην κτηνοτροφία. Παλιότερα είχαν χρησιμοποιηθεί στη φαρμακευτική ως μαλακτικά και για την επούλωση των πληγών εξαιτίας της ρίζας τους που είναι πλούσια σε βλέννα. Πρόκειται για φυτά εύκολης καλλιέργειας, που ευδοκιμούν σε λιβάδια με βάλτους. Στην Ελλάδα φυτρώνουν πέντε είδη γνωστά ως στεκούλια. Τα είδη αυτά, έχουν την επιστημονική ονομασία σ. το κονδυλώδες, σ. το φαρμακευτικό, σ. το ανατολικό, σ. το βολβώδες και σ. το οθωμανικό.
Το φυτό σύμφυτο το φαρμακευτικό.
* * *το / σύμφυτον, ΝΑβλ. σύμφυτος.
Dictionary of Greek. 2013.